- φρην
- η / φρήν, -ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α(λόγιος τ.)1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένεςο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό2. φρ. «έξω φρενών» — εκτός τού λογικούνεοελλ.φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών»(για πρόσ.) είμαι [ή φθάνω] σε έξαλλη κατάσταση, είμαι [ή γίνομαι] έξαλλοςβ) «έχω σώας τας φρένας» — είμαι διανοητικά υγιής, λογικόςγ) «κατάσταση διφορούμενων φρενών»(νομ.) η κατάσταση εκείνου τού οποίου η φρενοπάθεια δεν αποδεικνύεται πλήρως, οπότε το δικαστήριο δεν μπορεί να τόν θέσει υπό απαγόρευση, αλλά μπορεί να διορίσει δικαστικό αντιλήπτορά τουαρχ.συν. στον πληθ.1. ο μυς που χωρίζει την θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, το διάφραγμα τού θώρακα («τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὅ διορίζει τόν τε πνεύμονα καὶ τὴν καρδίαν», Αριστοτ.)2. (γενικά) το στήθος3. η καρδιά ως έδρα τών επιθυμιών, τών παθών και τών συναισθημάτων («ἀμηχανῶ δὲ καὶ φόβος μ' ἔχει φρένας», Αισχύλ.)4. θέληση, πρόθεση, σκοπός («οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν», Ομ. Ιλ.)5. φρ. α) «ἐκ φρενός» — από το βάθος τής καρδιάς (Αισχύλ.)β) «ἀπ' ἄκρας φρενός» — επιπόλαια (Αισχύλ.)γ) «ἔσω φρενῶν» — με σωφροσύνη (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φρήν κατέχει πολύ σημαντική θέση στο λεξιλόγιο τής Ελληνικής και εμφανίζει μεγάλο εύρος σημασιών: «διάφραγμα», «σπλάγχνα», «στήθος», «η καρδιά ως έδρα τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών», «ο νους ως κέντρο τών διανοητικών δυνάμεων, η σκέψη, η αντίληψη». Προβλήματα γεννά τόσο ο προσδιορισμός τού οργάνου τού σώματος το οποίο δήλωνε αρχικά η λ. όσο και ο καθορισμός τής σχέσης της με τις λ. θυμός και νοῦς. Με ιδιαίτερη έμφαση, και ήδη από αρχαίους μελετητές, υποστηρίζεται η άποψη ότι η λ. φρήν χρησιμοποιήθηκε αρχικά για το διάφραγμα. 'Εχουν, όμως, διατυπωθεί από άλλους μελετητές απόψεις, κατά τις οποίες αρχικές είναι οι σημ. «περικάρδιο», «πνεύμονες», καθώς και η γενικότερη σημ. «σύνολο οργάνων που βρίσκονται στο πάνω μέρος τού σώματος». Εξάλλου, και από την πλευρά τής ετυμολογίας, η λ. φρήν, η οποία δίνει την εντύπωση ενός ριζικού ονόματος με μορφή που θυμίζει και άλλες ονομ. μελών τού σώματος (πρβλ. ἀδήν, αὐχήν, σπλήν), παραμένει δυσερμήνευτη. Η λ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον μεμονωμένος τ. τής Ελληνικής, παρ' όλο που έχει προταθεί η αναγωγή της σε μια ΙΕ ρίζα *gwhren- «το διάφραγμα ως έδρα τής σκέψης, τής αντίληψης» και η σύνδεση της με τα αρχ. ισλδ. grunr «υποψία» και grunda «σκέπτομαι», αφού και αυτοί οι τ. αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις. Εξάλλου, ούτε οι παλαιότερες συνδέσεις τής λ. με τα ρ. φράσσω (με αφετηρία τη σημ. «διάφραγμα») και φύρω «αναμιγνύω» θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. φρήν έχει σχηματιστεί μια σημαντική και ευρύτατη οικογένεια παραγώγων και συνθέτων, τα οποία εμφανίζουν θ. από όλες τις δυνατές μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής ρίζας *φρεν-: α) φρεν-τής απαθούς βαθμίδας (πρβλ. φρεν-ῶ, φρεν-ῖτις και τα σύνθ. με φρεν[ο]-)β) φρον- τής ετεροιωμένης (πρβλ. φρόν-ιμος, φρον-τίς)γ) φρᾰ-ν- τής συνεσταλμένης (πρβλ. δοτ. πληθ. φρασί και πιθ. τον τ. φρανίζεινσωφρονίζειν τού Ησύχ.)δ) φρων- τής εκτεταμένης - ετεροιωμένης (πρβλ. τα σύνθ. σε -φρων). Η λ. φρήν, με τις μορφές αυτές, απαντά και σε πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρασιμήδης, Λυκόφρων, Ἐχέφρων, Φρόνιος κ.ά.). Τέλος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *φρν- τής λ. φρήν έχει πιθ. σχηματιστεί το ρ. φράζω «εξηγώ» (βλ. λ. φράζω [Ι]).ΠΑΡ. φρενήρης, φρενίτις(δα), φρόνιμος, φροντίς(-ίδα), φροντίζω, φρονώαρχ.φρένησις, φρενόθεν, φρενώ, φρόνιςμσν.φρόνα, φρόνοςνεοελλ.φρενιάζω, φρενικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φρενοβλαβής, φρενόληπτος, φρενόπληκτοςαρχ.φρενεμπάρωτος, φρενερημία, φρενοβάρβαρος, φρενογηθής, φρενοδαλής, φρενοκηδής, φρενοκλόπος, φρενοκρατής, φρενοληστής, φρενόλυσσος, φρενομανής, φρενομόρως, φρενοπληγής, φρενοπλήξ, φρενοτέκτων, φρενώληςαρχ.-μσν.φρεναπατώ (Ι), φρενοδινής, φρενοθελγής, φρενοτερπήςμσν.φρενόσπορος, φρενοφθόροςνεοελλ.φρεναπάτη, φρενογαστρικός, φρενογλωττισμός, φρενογράφος, φρενοκαρδία, φρενοκολικός, φρενοκομείο, φρενολογία, φρενολόγος, φρενοπαθής, φρενοπαθολογία, φρενοπτωσία, φρενόσπασμος, φρενοσπληνικός. (Β συνθετικό) αλλόφρων, άφρων, έκφρων, ελληνόφρων, έμφρων, εναντιόφρων, ετερόφρων, εχέφρων, ματαιόφρων, μεγαλόφρων, ομόφρων, ορθόφρων, παράφρων, πρόφρων, σώφρων, ταπεινόφρων, τυραννόφρων, υψηλόφρων, φιλόφρωναρχ.αασίφρων, αγαθόφρων, αγανόφρων, αγεσίφρων, αγχίφρων, αερσίφρων, αεσίφρων, αιδόφρων, αιμυλόφρων, αινόφρων, ακρατόφρων, αλεόφρων, αλίφρων, αλκίφρων, αμερσίφρων, ανδρόφρων, αντιόφρων, απαλόφρων, απηνόφρων, αρίφρων, αρρενόφρων, αρτίφρων, αταλάφρων, ατλησίφρων, αυτόφρων, βαθύφρων, βαρύφρων, βλαψίφρων, βλοσυρόφρων, βυσσόφρων, γεραιόφρων, γυναικόφρων, δαΐφρων, δαμασίφρων, διχόφρων, δολιόφρων, δολιχόφρων, δύσφρων, εγειρόφρων, εμπεδόφρων, ενεόφρων, επίφρων, εύφρων, εχθρόφρων, εχυρόφρων, ηδύφρων, ηπιόφρων, θελξίφρων, θεμερόφρων, θεόφρων, θερμόφρων, θολερόφρων, θρασύφρων, ιμερόφρων, ισόφρων, ισχυρόφρων, κακόφρων, καλόφρων, κελαινόφρων, κενεόφρων, κενόφρων, κερδαλεόφρων, κλεψίφρων, κοινόφρων, κραταιόφρων, κρατερόφρων / καρτερόφρων, κρυψίφρων, κυνόφρων, λαθίφρων, λυκόφρων, λυσίφρων, μαλακόφρων, μειόφρων, μελεόφρων, μελίφρων, μικρόφρων, μονόφρων, μωρόφρων, νεόφρων, νηπιόφρων, ξυνόφρων, οιόφρων, ολβιόφρων, ολιγόφρων, ολοόφρων, ονειρόφρων, οξύφρων, ουλόφρων, παλαιόφρων, παλίμφρων, παχύφρων, περισσόφρων, περίφρων, πινυτόφρων, πιστόφρων, ποικιλόφρων, πολεμόφρων, πολύφρων, πυκινόφρων, ρηξίφρων, σιδηρόφρων, σκολιόφρων, σκοτόφρων, στερεόφρων, σύμφρων, ταλασίφρων, ταλάφρων, τελεσίφρων, τερψίφρων, τηνόφρων, τλασίφρων, υπέρφρων, υψίφρων, φθισίφρων, χαλίφρων, χαρμόφρων, χαυνόφρων, ωμόφρωννεοελλ.αβρόφρων (-ονας), απολυτόφρων(-ονας), βασιλόφρων (-ονας), γενναιόφρων(-ονας), εθνικόφρων (-ονας), ελευθερόφρων(-ονας), λατινόφρων (-ονας), μετριόφρων(-ονας), νομιμόφρων (-ονας)].
Dictionary of Greek. 2013.